|
прохладительный, освежающий; ~ά ποτά — прохладительные напитки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прохладительный? — αναψυκτικός как на (ново)греческом будет слово освежающий? — αναψυκτικός как с (ново)греческого переводится слово αναψυκτικός? — прохладительный, освежающий — αντινομία — τευτλοπαραγωγός — φαρφουρένιος — θαλασσοκράτορας — παρήλιος — οψιμιά — αραχνοΰφαντος — φυτίνη — χορηγία — μεταφράσιμος — χειροτεχνείο — διευθέτηση — επισκιάζω — αρχιθησαυροφύλακας — ερωτόπλαστος — συνταξιούχος — ηγεμονία — διοπτήριο — κεραμείον — αρχοντίκι — καλονυχτίζω |
|||