Новогреческий словарь
αλυσοδένω
αλυσοδένω
(αόρ. αλυσόδεσα, παθ. αόρ. αλυσοδέθηκα)
заковывать в цепи
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заковывать в цепи
? —
αλυσοδένω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλυσοδένω
? — заковывать в цепи
#
(ново)греческий словарь
—
σαμπό
—
ομμάτιον
—
ξεκαπνίζω
—
μεγαλούπολη
—
σούγλιασμα
—
συνδετικό
—
δύνη
—
απηλογιέμαι
—
καθήλωμα
—
αρρενόφωνος
—
υπερθερμασία
—
αυτοτραυμοτίζομαι
—
επιπεφυκώς
—
ακαμασιά
—
ελάτης
—
επιστημονικά
—
ευλογιάζω
—
ακαρτερησία
—
αηδονολαλούσα
—
ημίθραυστος
—
κάμπτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве