Новогреческий словарь
αθλιόκαιρος
αθλιόκαιρ|ος
ο
непогода, плохая погода
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непогода
? —
αθλιόκαιρος
как на
(ново)греческом
будет слово
плохая погода
? —
αθλιόκαιρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αθλιόκαιρος
? — непогода, плохая погода
#
(ново)греческий словарь
—
ανταποδοτικός
—
μετάγγιση
—
δανικά
—
διαδηλωτής
—
οκαζιόν
—
φυσικοθεραπεία
—
ουρανογραφικός
—
δανειοδότης
—
ευκολο-
—
γνωμάτευση
—
εσοδεία
—
αρτιφυής
—
πυρώνω
—
εξωβλάστη
—
ρευματόμετρον
—
σακχαροποιω
—
ειρωνικώς
—
αδερφή
—
τυποκρατία
—
μονιμότητα
—
αμάχητο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве