Новогреческий словарь
τραπεζίτης
τραπεζίτης
ο 1)
банкир
;
2)
коренной зуб
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
банкир
? —
τραπεζίτης
как на
(ново)греческом
будет слово
коренной зуб
? —
τραπεζίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
τραπεζίτης
? — банкир, коренной зуб
#
(ново)греческий словарь
—
ελαιουργικός
—
ευμετάπειστος
—
αρζαντάν
—
φιξάρισμα
—
ξωμερίτικος
—
ποταμοφυής
—
ορνιθοκομείο
—
αραχνούφαντος
—
καμουτσί
—
εκατονταπλάσιο
—
θερμομονωτικός
—
εγγαστρωμίνη
—
δεοντολογικός
—
λωποδύτισσα
—
νιόβλαστος
—
γιουρουστίζάω
—
επιθεώρηση
—
τρόχαλο
—
ερατεινός
—
επαναδραστηριοποίηση
—
Κρασομηνάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве