|
пограничный; οι ~οι πληθυσμοί — население пограничных районов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пограничный? — παραμεθόριος как с (ново)греческого переводится слово παραμεθόριος? — пограничный — κεφτές — αναβάλλεται — γούβα — αμμοθύελλα — βέβαιος — ετοιμοφόρτοτος — παλαβάδα — ημιαναισθησία — ανεδύθην — σανίδωμα — φασισμός — πολυκυτταρικός — αμφιθαλής — πολίτης — συμβουλάτορας — ξετσίπωτα — παράστημα — ηλεκτρογεννήτρια — αστειεύομαι — στολιδώδης — δημοκρατισμός |
|||