|
II προστ. от διαβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διάβα? — — βαπορίσιος — άρρυθμος — προικοθηρία — χάρά — Ρωσίδα — εφιδρώνω — παραμυθιάζομαι — αναρροφώ — αεροφωτογράφηση — αγόρασμα — ζούφιος — γλυκοκοίμισμα — ερωτόληπτος — καταλογιστός — οβιδοφόρος — απρόσδεκτος — ελασματουργός — συνεπάγην — μήλι — ερχομός — στενογραφώ |
|||