|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ομογένεια? — — καύσων — δοτικός — αμφίτρητος — ανενδεής — απάγγιος — ακοστολόγητος — αλεποπούρδι — απηυθυσμένον — Ελβετίδα — προσκέφαλο — ξεμώρατος — καρδιοπνευμονικός — γελαδάρισσα — φουρκισιά — στουπέτσι — ευπειθής — ναναρίζω — επίζωον — γκιώνης — ευλογημένος — αποστέκω |
|||