|
разоружающий; обезоруживающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разоружающий? — αφοπλιστικός как на (ново)греческом будет слово обезоруживающий? — αφοπλιστικός как с (ново)греческого переводится слово αφοπλιστικός? — разоружающий, обезоруживающий — γαλόνι — εμποροϋπάλληλος — φωναγωγός — χαζολόγημα — μηλοβολώ — αποστερητικός — πονοκεφαλιά — μακαρίως — τυροφαγία — αδιακόρευτος — κωφαλαλία — αποσογκεντρώνω — προστρίβω — τσιγαρλίκι — στήριγμα — εφτακοσάρι — ισλαμισμός — κρητίς — ενταλματικός — παράβλαστος — διαβάλλομαι |
|||