Новогреческий словарь
μυκητώδης
μυκητώδης
1)
грибной
;
2)
грибовидный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грибной
? —
μυκητώδης
как на
(ново)греческом
будет слово
грибовидный
? —
μυκητώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυκητώδης
? — грибной, грибовидный
#
(ново)греческий словарь
—
συγχώρεση
—
Μαυρογιώργος
—
πιθηκισμός
—
αντιμεταρρυθμιστικός
—
μεσόφρυδο
—
κεντροφόρος
—
παριστάμενος
—
πρωτογενής
—
κανναβάτσα
—
διαζωννύω
—
βιδώνω
—
επτακοσιαπλάσιος
—
κουλές
—
τραγικότητα
—
κρυφοδαγκάνω
—
λαιμαργία
—
αργουλός
—
σκεπασμένος
—
καλονυχτώνει
—
δάκτυλο
—
εκλύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве