|
вооружённый мечом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружённый мечом? — ξιφήρης как с (ново)греческого переводится слово ξιφήρης? — вооружённый мечом — μυστήριος — αλοιδόρητος — ρωπογραφία — οξυβόας — ανακωχή — Αγαθοκλής — ρουμπινύς — γευστικός — προπερασμένος — εξωτικός — εξατάξιος — κρίθινος — αερόπλανο — ψηφιδωτό — ακριανός — Αγαθόφυτο — ριπίδι — καυλός — σποριαρης — μαϊμουδίστικα — πολυγραφία |
|||