|
отцеплять, снимать (с крюка, крючка, багра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отцеплять? — εξαγκυρίζω как на (ново)греческом будет слово снимать? — εξαγκυρίζω как с (ново)греческого переводится слово εξαγκυρίζω? — отцеплять, снимать — μοναχοθυγατέρα — αγιογραφώ — κοτώ — Βούλγαρος — πάραυτα — αποθηκοφύλαξ — κέλευση — γκέκας — αλάτινος — γρετής — Γερμανίδα — αρτηριοσκλήρυνση — ανυπότακτα — ενώπιος — αμυγδαλή — συνομοσπονδία — αναπλειστηριασμός — σημαίνον — καρυδόξυλο — ομόλογο — ελατότητα |
|||