Новогреческий словарь
αιτών
αιτών
(-ούντος) ο юр.
истец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
истец
? —
αιτών
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιτών
? — истец
#
(ново)греческий словарь
—
μισοκοίλι
—
ταπεινοφρονώ
—
ανοσφρησία
—
αναγκιρός
—
αντιπρόκληση
—
καρβουναποθήκη
—
κόστος
—
καπίκι
—
λεβέ
—
κορβέττα
—
αποφώλι
—
ογκομετρικός
—
ακούρδιστος
—
σκληρωτικός
—
αμόνω
—
στραβωμάρα
—
λειώ
—
εξασθενητικός
—
περιπαιχτικός
—
ενδέτης
—
πνευματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве