|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεξιλογικός? — — σύχλωρος — τσιγγέλι — μισανοιγμένος — κόμπος — αναρρουφητό — κλωστική — δετή — κόκκαλο — γερνάω — διαβολόκαιρος — επιγόμωση — λιφαιμία — κοπίς — οριζοντιώνω — φέρνω — παγόβουνο — πραγματιστής — φούρνος — ελαφίδες — μετασταθμεύω — πρίων |
|||