Новогреческий словарь
κλινικώς
κλινικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλινικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξένοιαστα
—
βεζιρεία
—
υπεργλυκαιμία
—
ζεστός
—
μοσχοθυμίαμα
—
δεκαοκτάκις
—
παραινετικός
—
μελία
—
πρωτεϊνοθεραπεία
—
μαλτόζη
—
περιδιάβαση
—
ανταμικός
—
στοχαστικός
—
μαχμούρης
—
συμπέρασμα
—
τηλεφωνογράφημα
—
πορνογραφία
—
δρέπανο
—
τριχόπτωση
—
ξεΐδρωμα
—
τρώκτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве