|
το 1) холод; 2) мороз; κάμνει ~ — [phrase]холодно[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово холод? — ψύχος как на (ново)греческом будет слово мороз? — ψύχος как с (ново)греческого переводится слово ψύχος? — холод, мороз — ύλη — εδέθην — γλυκοκοιμίζω — απλόχερο — βληχή — αργοροκόλλητος — επαγώγιμον — έποικος — εισαγωγούλα — προηγμένος — πέδιλο — ιεροφάντις — χοντράδι — ανύχτωτος — στιχουργός — ακτινογραφία — διαφωτιστικός — ανασυστήνω — νοημοσύνη — βουνί — κύφωση |
|||