Новогреческий словарь
χουχουλιέμαι
χουχουλιέμαι
стонать, охать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стонать
? —
χουχουλιέμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
охать
? —
χουχουλιέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
χουχουλιέμαι
? — стонать, охать
#
(ново)греческий словарь
—
πλημμελής
—
υπερηκοΐα
—
περίπλοκος
—
αμετανάστευτος
—
φαινόμενο θερμοκηπίου
—
ευτελίζω
—
ανανταγώνιστος
—
υπεραπόδοση
—
λατίνι
—
κατανυκτικός
—
εποίκησις
—
κομμό
—
μακελλειό
—
μονή
—
κυβευτής
—
υποστροφή
—
κισσοσκεπής
—
πρόταξη
—
ζωομορφισμός
—
εκκλησάκι
—
πολυνησιακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве