|
(αόρ. απεθάρρησα) осмеливаться, отваживаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осмеливаться? — αποθαρρώ как на (ново)греческом будет слово отваживаться? — αποθαρρώ как с (ново)греческого переводится слово αποθαρρώ? — осмеливаться, отваживаться — χούϊ — αβδέλλα — προσφιλής — πουλάδα — μπορώ — γιρλάντα — οδοντιατρείο — υποστέλλω — ψυχοθεραπευτικός — υπεραυξάνω — τσοπάνισσα — μεταχειρισμένος — νήμα — βαλαλάϊκα — λιμενοδείκτης — ξενηλάτης — άσκαφτος — συνταγή — εγκληματογροφικός — ξαναγαπίζω — αμπούλλα |
|||