Новогреческий словарь
φώκη
φώκη
η 1)
тюлень
;
2) перен.
толстуха
(о женщине)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тюлень
? —
φώκη
как на
(ново)греческом
будет слово
толстуха
? —
φώκη
как с
(ново)греческого
переводится слово
φώκη
? — тюлень, толстуха
#
(ново)греческий словарь
—
αντιζωγραφικός
—
σιταροπάζαρο
—
αγλύτωτος
—
περίφραγμα
—
γυροφέρνω
—
κατακλυσμιαίος
—
έμβυσμα
—
αληθοέπεια
—
αλπινιστής
—
βαθρακοκοίλης
—
θυμητικό
—
θρύψις
—
δημαρχείο
—
διασταλτικότητα
—
γυμνοσκελής
—
γραικύλος
—
εγκαταλελειμμένος
—
ξεκουκουλώνω
—
βουρβουλω
—
αστικοποιούμαι
—
σαρμάκο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве