|
η 1) мешковина; 2) половая тряпка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мешковина? — λινάτσα как на (ново)греческом будет слово половая тряпка? — λινάτσα как с (ново)греческого переводится слово λινάτσα? — мешковина, половая тряпка — δωσίλογος — εγκοινωνισμός — μιασματικότητα — μαλόκεδρο — μπαστίνα — μουνούχος — αποκρυστάλλωση — δαμαλιδοκομείον — τραγανό — ελμινθοβότανον — αγριωσύνη — όστις — σερμένος — μωρουδίσματα — υδροβιότοπος — ενθάρρυνση — ανακατεύω — μαόνι — μαγεύτρα — δωματιάκι — σπορίσματα |
|||