|
ο 1) рыцарь (тж. перен.); περιπλανώμενος ~ — странствующий рыцарь; 2) кавалер (какого-л. ордена) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыцарь? — ιππότης как на (ново)греческом будет слово кавалер? — ιππότης как с (ново)греческого переводится слово ιππότης? — рыцарь, кавалер — πύραυνον — κουμαντοδόρος — διαπόμπευση — γαλακτοθεραπεία — ακουαρέλα — απόλυτο — πικρόγελως — διακολύμβηση — βαλλιστικός — επεξεργάζομαι — επανωκαμήλαυκον — θλίβομαι — αυτεξούσιο — λύτης — καντηλιέρι — αρμενίζω — εισκομίζω — ανόρεχτος — κρατούμενο — μάδημα — μακρόστενος |
|||