Новогреческий словарь
εισηνέχθην
εισηνέχθην
παθ. αόρ. от εισφέρω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισηνέχθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νεόλεκτος
—
εύξεινος
—
αντιφιλοδοξώ
—
διχαστικά
—
αναξυρίδα
—
αντεπιστημονικό
—
ασσορτιμέντο
—
συλλογισμένος
—
ακαπλάντιστος
—
κανναβήσιος
—
υπεξαιρώ
—
ενδοθωράκιος
—
ψαρομάλλικος
—
παροπλίζω
—
σπαλέττα
—
μικροπράγμα
—
νοσήλια
—
χορεύγω
—
παννιάζω
—
ποοφάγος
—
φυγή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве