|
το спец. пипетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пипетка? — σιφώνιο как с (ново)греческого переводится слово σιφώνιο? — пипетка — κανναβίσιος — τιμωρούμαι — προϊδεαστικά — θερμορρυθμιστής — πετυχημένα — αυτοσαρκαστικός — λευτερώνω — συγκαιρινός — εμπεριέχω — αδάμας — γουφάρι — γρατσουνίζω — κατηφής — διάρρευση — δρυμών — αμνημόνευτος — διαρράπτω — ατημέλεια — σκατόμυγα — κολασμός — διπλοψηφίζω |
|||