Новогреческий словарь
κινδυνολογώ
κινδυνολογώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κινδυνολογώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λεμονόδασος
—
σαλπιγγίτιδα
—
δαίδαλος
—
βρεσιμιό
—
γαληνότατος
—
επιμεταλλωτικός
—
ανθώδης
—
ανάπλεκος
—
τορπιλλοβόλο
—
ασσορτιμέντο
—
αντίζυγο
—
πρόσχαρος
—
αμαξηλατώ
—
πολεμόχαρος
—
άραχνος
—
εκτοκισμός
—
μονοκοτολήδονος
—
ντοματομπελτές
—
παροδικός
—
αυτοπροστασία
—
φωτομηχανικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве