|
η строптивость, своенравие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строптивость? — τζαναμπετιά как на (ново)греческом будет слово своенравие? — τζαναμπετιά как с (ново)греческого переводится слово τζαναμπετιά? — строптивость, своенравие — λούπα — στεφανηφόρος — βούρλο — συμποσιαστής — λασπερός — παιδεύω — ευδιάκριτος — πληρωμή — στεφάνη — κολποσκόπηση — πεζογραφία — ακοομετρία — ξενότροπος — αγγειοδιαστολή — μεσίτρια — κοψομεσιάζομαι — αμπροστά — επίμορτος — επανωσένδονον — σολοικισμός — εμάνην |
|||