Новогреческий словарь
έμπλεος
έμπλε|ος
перен.
полный
;
~ σοφίας (ενθουσιασμού) — [phrase]он полон мудрости [/phrase] (энтузиазма)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
полный
? —
έμπλεος
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμπλεος
? — полный
#
(ново)греческий словарь
—
αδιάντροπος
—
αχτιδοστέφανο
—
τετρασθενής
—
βαθμονόμος
—
διοπτεύω
—
φανίζομαι
—
βρογχοσκόπιον
—
αχυρόσκεπος
—
καμωμένος
—
απαιτητής
—
βρυσί
—
φενακισμός
—
παραλογιάζω
—
πάχνη
—
χρίσμα
—
δανεισμός
—
ωοπαραγωγός
—
πνευμονολογία
—
ερωτομανία
—
κόλπο
—
ανταλλακτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве