|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαδαρίζω? — — θάλασσα — μονάφτης — τράγειος — ζαχαριέρα — αμνηστεύσιμος — παιδότοπος — γιάκ — αυτοανάλυση — θαλασσασφάλεια — κάβος — αγριοφωνάρα — σακχαρωτόν — καταμόσχευσις — χασάπικο — φράγκο — παλαιοημερολογίτης — σμίξιμο — βερμπαλιστής — ενώπιος — αγοθούλης — θαμπάδα |
|||