|
ο мор. двухпалубное судно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухпалубное судно? — διπόντες как с (ново)греческого переводится слово διπόντες? — двухпалубное судно — αριστερίστρια — αυλόκηπος — μαρμαράς — ακατακράτητος — λατινίζω — αρκευθίδα — γκρινιάρης — σούρισμα — πατρότητα — ποδοβολώ — τηκτός — αρχοντογειτονιά — μπακανιάζω — ναζού — κασελλάκι — κοινόλεχτος — περικνήμιον — σαζάνι — καλολέω — αλληλοσφαγία — ωρολογοποιείο |
|||