|
ο 1) бот. хмель; 2) мор. блок, шкив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хмель? — λυκίσκος как на (ново)греческом будет слово блок? — λυκίσκος как на (ново)греческом будет слово шкив? — λυκίσκος как с (ново)греческого переводится слово λυκίσκος? — хмель, блок, шкив — ομελέττα — αδίψαστος — ανεμογεννήτρια — σωματίδιο — αποδυναμώνομαι — άσκαστος — σφουγγάρι — εγκαυστική — φρονιμάδα — ενδέτης — χοντρούλικος — μαυρολέλεκας — ομοφωνία — γαλβανικός — χωριάτικος — ελλοβοσπέρματος — ανεμογράφος — ψηλάφηση — ζουρλομανδύας — στρογγυλοειδής — ελελίφασκος |
|||