Новогреческий словарь
επενέβην
επενέβην
αόρ. от επεμβαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επενέβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανέξοδος
—
τροχαλία
—
ζεματιστός
—
εμφυσητήρ
—
αλοθήκη
—
ευλήπτως
—
γουρουνότριχα
—
αιμοποιητικός
—
γαλένα
—
ειδωλοποιώ
—
παρελθοντολογώ
—
ξιφοφόρος
—
αστικός
—
θλίβω
—
λωτόμηλο
—
μονάφτης
—
βολεί
—
κρανιοτομή
—
καλαντιστής
—
προσμειγνύω
—
ελοφράδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве