|
ο обвиняемый; τό εδώλιον τού ~ένου — скамья подсудимых; απολογία τού ~ένου — защитительная речь обвиняемого #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обвиняемый? — κατηγορούμενος как с (ново)греческого переводится слово κατηγορούμενος? — обвиняемый — μοιραστής — κουβαρνταλίκι — απαιτητής — συνύφανση — αηδονάκι — βιβλιολόγος — κροταλίας — στιχοποιία — μπήκα — λεπτολογία — δοντάγρα — ενδημία — παρεπίτροπος — αλιτήριος — ελλιμένισίς — αριθμοθετώ — κοχλιώνω — δημόσιο — γλινιάρης — κιούγκι — αιφνιδιαστικός |
|||