Новогреческий словарь
επαρχιωτοπούλα
επαρχιωτοπούλα
η
деревенская девушка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
деревенская девушка
? —
επαρχιωτοπούλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
επαρχιωτοπούλα
? — деревенская девушка
#
(ново)греческий словарь
—
επαλλάσσομαι
—
συγκλονιστικός
—
ακαλογίνωτος
—
βρεγμένος
—
γαλακτοειδής
—
διαλογιστικότητα
—
σκαμπιλίζω
—
πταρμικός
—
Ιρακινος
—
αναγραφή
—
απόρριψη
—
καρφώνομαι
—
παροιμιώδης
—
εκγλυπτικός
—
Κίνα
—
τριήμερος
—
ναζιστής
—
παιχνιδιάρα
—
περιπλανιέμαι
—
τριακονταπλάσιος
—
αναφτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве