|
η ворота; калитка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ворота? — αυλόθυρα как на (ново)греческом будет слово калитка? — αυλόθυρα как с (ново)греческого переводится слово αυλόθυρα? — ворота, калитка — κατευνάζω — μετεμψύχωση — ματεριαλισμός — αγγρκρίζω — φάβα — ντεφαιτιστής — χάσικος — χαρτομάντιλο — ρίζι — οινοποίησις — διαφορικός — δωρητήριο — χειροβομβιστής — εγκρατής — ισοπολιτεία — φάσα — νεόχτιστος — μικρομετρία — χρυσάφι — υλοτόμος — σκόνταμμα |
|||