Новогреческий словарь
διάκονος
διάκον|ος
ο, η 1)
слуга
;
2)
дьякон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слуга
? —
διάκονος
как на
(ново)греческом
будет слово
дьякон
? —
διάκονος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάκονος
? — слуга, дьякон
#
(ново)греческий словарь
—
βαρκάρης
—
ψηλαφούμαι
—
επήγαγον
—
δεκατιαίος
—
Ερατώ
—
αμαγγάνιστος
—
ηλεκτραγωγός
—
νεκρολούλουδο
—
παχυσαρκία
—
δείλιασμα
—
αδιαμέτρητος
—
χαλυβδώνω
—
αφήγημα
—
λιθογλυπτική
—
γραμματοθυλάκιον
—
χειρογνωμονική
—
μαϊστροτραμουντάνα
—
καταπολεμώ
—
ξύσιμο
—
αποχετευτικός
—
ίππειος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве