|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πυκνοφούντωτος? — — βίντσι — προπέτασμα — χειροτερεύω — γενναιοδωρία — στρεβλώνω — θερμαστής — κριματισμένος — αμφίκυρτος — πατριαρχεία — ξεκωλώνω — σιγάζω — γιός — μιαρός — παρέλαση — απαρτία — επιστεφάνωση — σακχαρότευτλο — χρυσός — αρνί — διστοιχία — ψυχολογιαρχία |
|||