|
колебать, качать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колебать? — ταλαντεύω как на (ново)греческом будет слово качать? — ταλαντεύω как с (ново)греческого переводится слово ταλαντεύω? — колебать, качать — μονιμότητα — πεζολογία — κολιέ — οκαρίνα — αλατοποίηση — οργάζω — πεισματώδης — κατακρεούργηση — σαρανταπενταρίζω — αυτοπερκρρόνηση — λαιμά — στρατά — περίγυρος — υδρόφυτο — ανενδεής — εξιλεώνομαι — αποχαλίνωση — ψηφιδωτός — γανωματής — μονολιθικός — γλυκερός |
|||