|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βυνοποίηση? — — μακρομούρης — επείγων — καταπιστευματοδόχος — παζάρι — κτυπώ — ανακορώνω — χολκουργείο — μεγαλόπνευστος — κατειργασμένος — χλωριοφόρμιο — μερικεύω — ανέντιμος — ακτοπλοώ — απαρχής — πορφυροβαφής — βραχύκερος — βιβλιοκρίτης — προβλεπτικότητα — βόσκω — δανεισμένος — μετοχάρης |
|||