|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρυμνήσια? — — θειούχος — εξευγενίζω — ασυμπλήρωτος — τηλεχειριστήριο — αποκοίμημα — άγερτος — υπεροχή — ολότυφλος — πατουλιά — μαστίγωμα — κλαπάτσα — γκαστριά — ευθυμολογία — έτος — ξεκακιώνω — βαπορίσιος — τουμπεκί — σάστισμα — αγερασιά — ασώματος — εδώλιο |
|||