Новогреческий словарь
αβλεπτώ
αβλεπτώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβλεπτώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κονσερβοποίηση
—
μπιστεύομαι
—
ξεφαντώνω
—
ατμοκινητήρας
—
απιθαμή
—
ημιονοστάσιον
—
φεμινιστικός
—
θετικισμός
—
αντάμικος
—
τάνκ
—
αγροικητά
—
λεπίδι
—
ασυμπάθιστος
—
μπίγα
—
προσιτήριο
—
ενδιάθετος
—
δασκάλα
—
χωρίζω
—
επιτροχάδην
—
ατράβηχτος
—
μαγγώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве