Новогреческий словарь
προζύμι
προζύμι
το
закваска
(из теста с дрожжами);
πιάνω ~ — приготовить закваску
;
βάζω ~ — заквашивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закваска
? —
προζύμι
как с
(ново)греческого
переводится слово
προζύμι
? — закваска
#
(ново)греческий словарь
—
κρέμασμα
—
ειρηνισμός
—
ατρούχιστος
—
στιγματικός
—
πνευμονοπλευρίτιδα
—
ράφτω
—
σκηνοθετικός
—
ξυλόγλυπτο
—
τοπομαχικός
—
φαρσί
—
καταπίεση
—
φαγγρίζω
—
καλύπτρα
—
γούζω
—
χούντα
—
αδημονώ
—
συμφορητικός
—
δαφνοκέρασος
—
ηλεκτρομαγνητικός
—
τρυπώ
—
στενογραφικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве