|
η : κόβω ~ — или (μέ) κόβει ~ голодать, испытывать сильный голод #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λόρδα? — — ψωριώ — ώμορφος — γαργαριστός — εγγράψιμος — κρίκος — ψηκτροποιός — ξανασαίνω — εξάρτυση — εκτρέφομαι — τελώνιο — ζωολατρικός — στάμνα — εύκολος — αθυρόστομος — πολτοποιούμαι — κοτσανάτος — διυφαίνω — στρογγόλωσις — γραμμογράφος — φυλαχτό — ταμάχι |
|||