|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαρμάκο? — — πηνίο — αφρονημάτιστος — παραπονιάρικος — μπαγαπόντισσα — τρεμοσβήνω — άρπα — βλεφαρίζω — σαχλαμάρας — παίξιμο — εφιάλτης — καμποτίνος — γείτονας — αγαπητά — μάνητα — εκβρασμός — σκορδοφάγος — αμυαλιά — συμμετοχικός — ακανθόφυλλος — αφρορροώ — παραξόνιο |
|||