|
ο 1) атлетика; ~ στίβου — лёгкая атлетика; 2) спорт; физкультура; καταγίνομαι εις τόν ~όν — заниматься спортом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово атлетика? — αθλητισμός как на (ново)греческом будет слово спорт? — αθλητισμός как на (ново)греческом будет слово физкультура? — αθλητισμός как с (ново)греческого переводится слово αθλητισμός? — атлетика, спорт, физкультура — παγιότητα — αδρασκελάω — κτυπητό — απροσωπόληπτον — αλλαντικός — κλειδαράδικο — σεναριογραφία — βαθύπεδο — μελανωπός — περιστερεών — αλέτρισμα — σκληρόπετσος — ακροβολισμός — πινελλάρισμα — ωογένεση — τηλεκατεύθυνση — κρατούντες — διαφυλάσσομαι — ωριμότητα — δισκοβολία — εύθραυστος |
|||