Новогреческий словарь
νιόβλαστος
νιόβλαστ|ος
недавно выросший
(о ветках)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
недавно выросший
? —
νιόβλαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
νιόβλαστος
? — недавно выросший
#
(ново)греческий словарь
—
αεροπειρατής
—
πρότερος
—
υδατώδης
—
πόδας
—
ασπροφρύδης
—
ιατός
—
στρατηγείο
—
μικροβιοφαγία
—
λεμφατισμός
—
ανεμίδα
—
ανακαίνιση
—
αργένης
—
βισμούθιο
—
πλινθόκτιστος
—
ωριαίος
—
ανεκδίκητος
—
αλλοτριωτικά
—
αδιαβροχοποίηση
—
αναβρύω
—
ακριβοθυγατέρα
—
ζαχαροπλαστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве