|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ελευθεριακός? — — μεσόστρατα — αφόρμηση — κρυμμένος — απογραφέας — αποσβολωμένος — υαλόλιθος — μπάφα — τσίρκο — οφθαλμία — ασφαλτόπλινθος — πολεμόχαρος — βαρύτης — ανάξεση — θεώμοι — προελαύνω — φεγγοβόλος — βουλκάνος — βελγικός — κακίστρα — αρχιδιά — μειλνχιότητα |
|||