Новогреческий словарь
εική
εική
:
~ καί ως έτυχε — на авось, наудачу, наугад; наобум
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εική
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κιβδηλοποιός
—
μεγαλοψυχία
—
παινεσιάρης
—
σκάτωμα
—
γρατζουνάω
—
αναλόγι
—
άϊ-...
—
ετυμηγορία
—
αυγουστίνος
—
σαλτέρνω
—
ιεράρχης
—
πειράζω
—
εκατονταετία
—
μερινός
—
ριζόποδα
—
πρωτόκλητος
—
αιματοκαλλιέργεια
—
αιμόστασις
—
επέκταμα
—
εμμένω
—
ήξεις-αφήξεις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве