|
το мор. рыболовецкое судно (оборудованное для ночного лова) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыболовецкое судно? — γριγρί как с (ново)греческого переводится слово γριγρί? — рыболовецкое судно — αποθαλασσώνομαι — χαρτοδέσιμο — ζυμώ — καθετηριάζω — ξαφρίζω — τριώροφος — λαχανοπωλείο — οργανέτο — τίμηση — οστριαγάρμπι — δασμολόγος — ρεοστάτης — σκυρόστρωση — αλωνιστικά — φρικτός — βεστιάριο — αδικοβγάλτης — διψομανής — ενδεκάς — αναρπαγή — φράντζα |
|||