|
ο, η историограф; историк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово историограф? — ιστοριογράφος как на (ново)греческом будет слово историк? — ιστοριογράφος как с (ново)греческого переводится слово ιστοριογράφος? — историограф, историк — ευκολόπιστος — ψένομαι — Μαυροκορδάτος — συναδελφότητα — γλυκοπυρώνομαι — έτσι — κατελώ — σπανομαρία — εσμός — λυκοκάντζαρος — οικοδίαντος — έκσταση — αλλούθε — βλαβερός — άνθραξ — αρμονία — Αμπελόκηποι — σεράι — σώφρων — δυσχερώς — κομματικότητα |
|||