Новогреческий словарь
ξενητειά
ξενητειά
η 1)
жизнь на чужбине
;
2)
чужбина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жизнь на чужбине
? —
ξενητειά
как на
(ново)греческом
будет слово
чужбина
? —
ξενητειά
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξενητειά
? — жизнь на чужбине, чужбина
#
(ново)греческий словарь
—
αγουρίδα
—
στάγμα
—
ρεβιθάδα
—
νερουλότητα
—
σιδηροτεχνία
—
απολυτρωτισμός
—
αναδασμός
—
ξάνση
—
καλάγκαθο
—
ασχόλαστος
—
εμπροθέσμως
—
πισώκωλα
—
επαργίλλωση
—
λωλαίνω
—
ψυχογραφία
—
πανοραμικός
—
δεκαεννιά
—
απαφρίζω
—
δαπάνη
—
σημαδευτής
—
δύσληπτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве