Новогреческий словарь
αυστριακός
αυστριακός
австрийский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
австрийский
? —
αυστριακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυστριακός
? — австрийский
#
(ново)греческий словарь
—
φτωχοποιούμαι
—
θρομβοκυττάρωση
—
γύφτος
—
ευρύτητα
—
ανασκουμπώνομαι
—
μπατανία
—
υποκατανάλωση
—
αφορισμένος
—
ανθρωπάριον
—
αναφέρσιμος
—
κλεφτότοπος
—
πετροχελίδονο
—
σπασίκλας
—
αιμορροώ
—
αμφίλογος
—
αμπαλλάρισμα
—
ρεβόλβερ
—
εναλλαγή
—
ψες
—
επιχάλκωση
—
θρομβοκύτταρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве