Новогреческий словарь
συνονόματος
συνονόματ|ος
1.
имеющий одинаковое имя
;
2. (о, η)
тёзка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий одинаковое имя
? —
συνονόματος
как на
(ново)греческом
будет слово
тёзка
? —
συνονόματος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνονόματος
? — имеющий одинаковое имя, тёзка
#
(ново)греческий словарь
—
πολύγωνος
—
μεταμορφωσιγενής
—
μεγαλοφρονώ
—
γραμματοσημεμπορία
—
ακανθόφυλλος
—
ανακάθομαι
—
ευοσμία
—
εθνικοσοσιαλίστρια
—
επορειχάλκωση
—
ανακατατάσσω
—
τουρκολόι
—
παγανίστρια
—
εξάστερον
—
χταποδοσαλάτα
—
προηγουμένως
—
φτερνοχτυπώ
—
επικαρπωτής
—
κονιοποίηση
—
σιταρήθρα
—
λουμπουνιάζω
—
κουνάβι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве